- ανοράκ
- anorak
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
ανοράκ — το λ. από τη γλώσσα των Εσκιμώων αδιάβροχη κοντή ζακέτα με κουκούλα, συνήθως με επένδυση, για να είναι πιο ζεστή … Dictionary of Greek